Operation Mockingbird: Η επιχείρηση της CIA για την παραπλάνηση της κοινής γνώμης
Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα δεν είναι εντελώς συμπτωματική.
Η «Επιχείρηση Κοτσύφι» (Operation Mockingbird) ήταν ενεργή από το 1948 και ανήκε στα βασικά όπλα του Ψυχρού Πολέμου. Πέρασε στο χώρο των θεωριών συνομωσίας τη δεκαετία του 1970 και αποδείχθηκε πραγματικότητα μόλις το 2007.
Στην ουσία η CIA προσπαθούσε να δημιουργήσει μια άρτια εικόνα της αμερικανικής πολιτικής και να ένα είδος ξενοφοβίας. Ο φόβος εξάλλου της ανόδου των “τριτοκοσμικών φιλελεύθερων επαναστάσεων” ήταν εμφανής. Ένας από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους που έλαβε μέρος στο σχέδιο, ήταν ο Joseph Alsop, του οποίου τα άρθρα εμφανίζονταν σε περίπου 300 εφημερίδες.
Το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε το 1976, όταν σε ακροάσεις του Κογκρέσου έγινε γνωστό ότι η CIA δωροδοκούσε δημοσιογράφους και συντάκτες από τη δεκαετία του ’50.Διαβάστε όλο το άρθρο: https://www.logiosermis.net/2016/10/operation-mockingbird-cia.html
Για τους κονδυλοφόρους εξωτερικού, τα χρήματα προέρχονταν από τα λεφτά
του «φιλάνθρωπου» Σχεδίου Μάρσαλ (τη «βοήθεια» του οποίου δέχθηκε
μεταπολεμικά και η χώρα μας). «Δεν υπήρχε όριο στα χρήματα που μπορούσαν
να χρησιμοποιηθούν [για λάδωμα], δεν υπήρχε όριο στον αριθμό ανθρώπων
προς εξαγορά, δεν υπήρχε φραγμός στο είδος των πρακτικών που κρίνονταν
απαραίτητες για τον πόλεμο αυτό [της προπαγάνδας]», αποκάλυψε χρόνια
αργότερα ο ίδιος ο πρώτος επικεφαλής της Επιχείρησης για τα ξένα ΜΜΕ,
Τόμας Μπρέιντεν.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ιστορίας της «Επιχείρησης Κοτσύφι», όπως καταγράφεται σε σχετικές μελέτες, είναι ότι βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος στα ιδιωτικά ΜΜΕ. Βέβαια, τις πρώτες δεκαετίες, που έδρασε σε χώρες με δικτατορίες ή απολύτως ελεγχόμενα από κρατικές μηχανές ΜΜΕ, τα κρατικά και δημόσια ΜΜΕ δεν αποτελούσαν πρόβλημα για τη CIA. Με την έλευση της δημοκρατίας όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Τα δημόσια ΜΜΕ, προστατευμένα από ειδικό νομικό πλαίσιο, έγιναν δυσκολότερος στόχος για τους μηχανισμούς προπαγάνδας.
Δημόσια και ιδιωτικά μέσα, πληρωμένοι κονδυλοφόροι, εποχές κρίσης και ανοικοδόμησης, ξένοι δάκτυλοι, πακτωλοί χρημάτων και βρώμικα παιχνίδια στις πλάτες ολόκληρων λαών.Η εποχή μας και η κρίση μας.
Στο βιβλίο «Η Εκπαίδευση της Αμάθειας» ο Ζαν-Κλώντ Μισεά μιλάει για μια σύσκεψη των ισχυρών του πλανήτη στην οποία εξέταζαν πως θα αντιμετωπίσουν την οργή του κόσμου στο προσεχές μέλλον, όταν η πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού (η κατεστραμμένη μεσαία τάξη, οι στρατιές των ανέργων, οι περιθωριοποιημένοι, εμείς όλοι) θα είναι πλέον υπεράριθμη και άχρηστη για την οικονομία τους:«Η λύση που επικράτησε στη σύσκεψη ως πιο λογική, ήταν αυτή που πρότεινε ο [νεοφιλελεύθερος γκουρού] Ζμπίγκνιου Μπρζίνσκυ. Και της έδωσε το όνομα tittytainment [άρτος και θέαμα]. Με αυτόν τον νεολογισμό επρόκειτο να ορισθεί ένα κοκτέιλ αποβλακωτικής διασκέδασης και επαρκούς διατροφής που θα επέτρεπαν να διατηρηθεί σε καλή διάθεση ο αποστερημένος πληθυσμός του πλανήτη».Με τα παραπάνω, έχουμε μπροστά μας ένα μεγάλο μέρος της απάντησης στα ερωτήματα για τη σημασία της ενημέρωσης και την αναγκαιότητα των δημόσιων μέσων.
Η ενημέρωση, λοιπόν, δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφεθεί στον ιδιωτικό
τομέα, αν όχι για κάποιον άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή δεν πρόκειται
για έναν υγιή ιδιωτικό τομέα, αλλά για ξεκάθαρη διαπλοκή και για
εργολάβους που μέσα από την επένδυση σε ΜΜΕ χτίζουν περιουσίες σε άλλους
τομείς.
Ασφαλώς η κυβέρνηση επηρεάζει, όσο μπορεί, τα δημόσια μέσα προς οφελός της. Ο κρατικός μηχανισμός, στο όποιο κράτος, δεν είναι ποτέ ελεύθερος συμφερόντων. Δε θα διαφωνήσω καν με όσους υποστηρίξουν πως ο κρατικός μηχανισμός αποτελεί συχνά εχθρό του πολίτη. Δεν παύει όμως να είναι ο μόνος «εχθρός» ο οποίος ελέγχεται και συνδιαμορφώνεται από τους πολίτες της χώρας με συγκεκριμένους μηχανισμούς.
Αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας, και εδώ είναι η αντίθεσή μου στους ακραίους φιλελεύθερους οι οποίοι, ξεκινώντας από την σωστή διαπίστωση ότι η κυβέρνηση δεν είναι πάντα καλό πράγμα, ζητάνε να περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό. Αν το κράτος δεν είναι καλό πράγμα, η εναλλακτική που προτείνουν είναι ακόμα χειρότερη, αφού δεν είναι άλλη από τη ζούγκλα των ιδιωτικών συμφερόντων.
Τα δημόσια ΜΜΕ, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ελέγχονται. Και
ελέγχονται ακριβώς γιατί είναι δημόσια και ο πολίτης που «πληρώνει το
λογαριασμό» έχει δικαίωμα να τα κρίνει και να ζητήσει εξηγήσεις για τις
όποιες παρασπονδίες τους. Αντίθετα, στα ιδιωτικά μέσα υπάρχουν μόνον
συμφέροντα, ειδικά σε όσα οι ιδιοκτήτες τους επιμένουν να τα
χρηματοδοτούν κι ας είναι ζημιογόνα: το κάνουν όχι γιατί υπηρετούν
κάποια "ελευθερία της αγοράς", αλλά γιατί ανήκουν σε μηχανισμούς
προσπάθειας ελέγχου της κοινής γνώμης και των επενδύσεων, της μίζας και
της διαπλοκής.
Όσο για τα ΜΜΕ που παίζουν καθαρότερο παιγνίδι (υπάρχουν πάντα και
αυτά), πολλές φορές δεν βρίσκουν καμμία τράπεζα να θέλει να τα
διευκολύνει ― κλείνουν ευκολότερα πάει να πει. Ή συντηρούνται στο
περιθώριο, χάρη μόνο στο μεράκι και τις θυσίες των δημοσιογράφων τους.
Αν θέλουμε να σοβαρευτούμε επιτέλους, και να αποδείξουμε ότι έχουμε διάθεση όχι για αυτο-ακρωτηριασμό, προς όφελος των όποιων δανειστών ή καραδοκούντων ιδιωτών, αλλά για ανάπτυξη, τότε είναι καιρός να απαιτήσουμε όχι λιγότερο αλλά καλύτερο κράτος. Όχι λιγότερη δημόσια παιδεία, αλλά περισσότερη και καλύτερη. Όχι λιγότερη δημόσια υγεία, αλλά καλύτερη. Και, ασφαλώς, όχι λιγότερη δημόσια ενημέρωση, αλλά καλύτερη.
- Hugh Wilford: The Mighty Wurlitzer, How the CIA Played America, Harvard University Press, 2008.
- Ζαν Κλωντ Μισεά: Η εκπαίδευση της Αμάθειας, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, μετάφραση Άγγελος Ελεφάντης, 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου